διοικουμένη

διοικουμένη
διοικέω
keep house
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
διοικέω
keep house
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διοικουμένῃ — διοικέω keep house pres part mp fem dat sg (attic epic) διοικέω keep house pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… …   Dictionary of Greek

  • αμιραδιά — ἀμιραδιά, η (Μ) [ἀμιράς] επαρχία διοικούμενη από αμιρά …   Dictionary of Greek

  • σεμνοπρεπής — ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, η, ο, Ν ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές η σεμνοπρέπεια. επίρρ... σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ με ευπρέπεια, με σοβαρότητα («μέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… …   Dictionary of Greek

  • τοπαρχία — η, Α [τοπάρχης] 1. περιοχή διοικούμενη από τοπάρχη 2. το αξίωμα τού τοπάρχη 3. τοπική κυβέρνηση 4. αστρολ. ο οίκος ζωδίου …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κάρπαθος — I Νησί (301,17 τ. χλμ., 5.750 κάτ.) του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, 25 ναυτικά μίλια ΝΔ της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη κωμόπολη, η …   Dictionary of Greek

  • Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… …   Dictionary of Greek

  • Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”